καταβολεύω

καταβολεύω
μετ. разводить растения отводками, черенкими; отсаживать отводки

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "καταβολεύω" в других словарях:

  • καταβολεύω — και καταβολιάζω [καταβολάς] φυτεύω στη γη καταβολάδες για να φυτρώσει νέο φυτό …   Dictionary of Greek

  • ακαταβόλευτος — η, ο [καταβολεύω] ο ακαταβόλιαστος …   Dictionary of Greek

  • καταβόλεμα — και καταβόλευμα, το [καταβολεύω] ο πολλαπλασιασμός φυτού με καταβολάδα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»